- δρομαῖοι
- δρομαῖοςrunning at full speedmasc nom/voc plδρομαῖοςrunning at full speedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρομαιίδες — (dromaeidae). Οικογένεια μεγάλων πτηνών της τάξης των καζουαριομόρφων. Ονομάζονται και δρομαίοι. Παλαιότερα ζούσαν άφθονα στην Αυστραλία, αλλά στο τέλος του 19ου αι. οι μετανάστες άρχισαν να τα καταδιώκουν συστηματικά, γιατί προκαλούσαν ζημιές… … Dictionary of Greek
Ρεΐδες — (Rheides). Οικογένεια πτηνών που ζουν στις πάμπες της Νότιας Αμερικής. Τα πουλιά αυτά μοιάζουν με στρουθοκαμήλους αλλά είναι μικρότερα στο σώμα και, στο κάθε πόδι, αντί για δυο έχουν τρία δάχτυλα. Τα πουλιά αυτά, που λέγονται και νταντού,… … Dictionary of Greek